- ἐκγόνων
- ἔκγονοςborn ofmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έκγονος — ο (AM ἔκγονος, ον και ἔκγονος, η, ον) 1. απόγονος 2. ο εγγονός αρχ. 1. ως ουσ. τέκνο, παιδί κάποιου, γιος ή κόρη («Τυδέος ἔκγονός ἐσσι») 2. φρ. α) «ἔκγονοι ἐκγόνων» παιδιά τών παιδιών, εγγόνια β) αυτός που προέρχεται, προκαλείται από κάπου… … Dictionary of Greek